- περιέστρεψα
- περϊέστρεψα , περιστρέφωwhirl roundaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιστρέφω — περιέστρεψα, περιστράφηκα, περιστραμμένος 1. στρέφω κάτι γύρω από άξονα, στριφογυρίζω κάτι: Η γιαγιά περιστρέφει κάθε τόσο το αδράχτι, για να κάνει την κλωστή. 2. το μέσ., περιστρέφομαι γυρίζω γύρω γύρω: Η Γη περιστρέφεται γύρω από τον άξονά της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιστρέφω — περιστρέφω, περιέστρεψα βλ. πίν. 13 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής